συνοριακός

συνοριακός
-ή, -ό
αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα ή αναφέρεται γενικά στα σύνορα: Σημειώθηκε στο χάρτη η συνοριακή γραμμή ανάμεσα στις δύο χώρες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνοριακός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύνορα ή αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα, μεθοριακός («συνοριακά φυλάκια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. ιακός (πρβλ. μεσ ιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μεθοριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεθόριο γραμμή δύο χωρών, ο συνοριακός («μεθοριακό φυλάκιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθόριος (πρβλ. ήλιος ηλιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • οριακός — ή, ό [όριο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρια, στα σύνορα, ο συνοριακός 2. μτφ. κρίσιμος 3. φρ. α) «οριακή ταχύτητα» φυσ. η σταθερή ταχύτητα την οποία αποκτά ένα σώμα όταν εκτελεί ελεύθερη πτώση μέσα σε ένα ρευστό β) «οριακό στρώμα» φυσ.… …   Dictionary of Greek

  • παραμεθόριος — α, ο αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύνορα, συνοριακός, μεθοριακός («παραμεθόριες περιοχές»). επίρρ... παραμεθόρια κοντά στα σύνορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μεθόριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • συνορίτης — ο, θηλ. συνορίτισσα, Ν 1. όμορος, γειτονικός 2. συνοριακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνορο + κατάλ. ίτης (πρβλ. συντοπ ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1750 στον Αλέξ. Καγκελλάρη] …   Dictionary of Greek

  • Ασχαμπάντ — Πόλη (604.700 κάτ.) και πρωτεύουσα του Τουρκμενιστάν. Βρίσκεται σε μια εύφορη όαση, η οποία αρδεύεται από μερικές υδάτινες αρτηρίες που κατεβαίνουν από το Κοπέτ Νταγκ, στη νότια άκρη της ερήμου του Κάρα Κουμ και είναι μεγάλο βιομηχανικό κέντρο με …   Dictionary of Greek

  • Εύζωνοι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 568 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. Ο συνοριακός σταθμός στους Ευζώνους του νομού Κιλκίς …   Dictionary of Greek

  • μεθόριος — α, ο εκείνος που βρίσκεται στα σύνορα, ο συνοριακός. η ίου, τα όρια δύο κρατών, τα σύνορα: Η μεθόριος χωρίζει τα δύο κράτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”